- παράφραγμα
- παράφραγμαbreastwork on the top of a wallneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράφραγμα — το, ΝΑ [παραφράσσω] 1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα 2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίου αρχ. 1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας 2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο … Dictionary of Greek
παραφράγματα — παράφραγμα breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφράκτης — ο παράφραγμα, κν. φρακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek